ἀγυμνασίᾳ

ἀγυμνασίᾳ
ἀγυμνασίαι , ἀγυμνασία
want of exercise
fem nom/voc pl
ἀγυμνασίᾱͅ , ἀγυμνασία
want of exercise
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀγυμνασία — ἀγυμνασίᾱ , ἀγυμνασία want of exercise fem nom/voc/acc dual ἀγυμνασίᾱ , ἀγυμνασία want of exercise fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγυμνασία — ἀγυμνασία, η (Α) [ἀγύμναστος] έλλειψη σωματικών ασκήσεων ή εκπαιδεύσεως …   Dictionary of Greek

  • ἀγυμνασίας — ἀγυμνασίᾱς , ἀγυμνασία want of exercise fem acc pl ἀγυμνασίᾱς , ἀγυμνασία want of exercise fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυμνασίαι — ἀγυμνασία want of exercise fem nom/voc pl ἀγυμνασίᾱͅ , ἀγυμνασία want of exercise fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυμνασίαν — ἀγυμνασίᾱν , ἀγυμνασία want of exercise fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγύμναστος — η, ο (Α ἀγύμναστος, ον) 1. αυτός που δεν γυμνάστηκε, δεν ασκήθηκε σωματικά, ανάσκητος, απαίδευτος 2. αδέξιος, άπειρος, αμαθής νεοελλ. (Στρατ.) αυτός που δεν εκπλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία ή δεν συμπλήρωσε ακόμη τη βασική στρατιωτική του… …   Dictionary of Greek

  • ανασκησία — η (Α ἀνασκησία) η έλλειψη άσκησης, αγυμνασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”